δηλοποιητικός

δηλοποιητικός
-ή, -ό
αυτός που κάνει κάτι γνωστό («δηλοποιητικό έγγραφο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δηλοποιός — δηλοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάτι φανερό, ο δηλοποιητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος + ποιός < ποιώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”